- ιερολοχίτης
- ο ист. иеролохит (член революционного отряда, созданного Ипсиланти в Молдавии)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιερολοχίτης — ὁ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερό λόχο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο «εκ συναρπαγής» < ιερός λόχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Π. Σούτσο] … Dictionary of Greek
ιερολοχίτης — ο αυτός που ανήκει στον Iερό Λόχο (ιδιαίτερο πολεμικό σώμα που συγκρότησε πρώτος ο Επαμεινώνδας στην αρχαία Θήβα και αργότερα, το 1821, ο Αλ. Υψηλάντης στη Μολδοβλαχία) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αριστίας, Κωνσταντίνος Κυριάκου — (1800 – 1880). Ηθοποιός των αρχών του ελληνικού θεάτρου στις παραδουνάβιες χώρες. Ήταν γιος αγωνιστή του 1821. Φοίτησε στην Ελληνική Ακαδημία στο Βουκουρέστι. Έλαβε μέρος στις προσπάθειες της Ραλλούς, κόρης του φιλοθέατρου ηγεμόνα της Βλαχίας… … Dictionary of Greek
Βλαβιανός — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Αμοργό των Κυκλάδων. 1. Γεώργιος. Εκατόνταρχος, που προσέφερε πολλές υπηρεσίες στην προπαρασκευή της Επανάστασης. Έπεσε ως ιερολοχίτης στο Δραγατσάνι. 2. Ιωάννης. Χιλίαρχος που πήρε μέρος σε πολλές μάχες και… … Dictionary of Greek
Γεωργίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναγνώστης. Καταγόταν από την Αθήνα και σκοτώθηκε κατά την πολιορκία της Ακρόπολης. 2. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Μεσολόγγι, όπου και σκοτώθηκε το 1825, πολεμώντας ως αρχιπυροβολητής. 3. Αναστάσιος. Καταγόταν από… … Dictionary of Greek
Δρακούλης, Σπυρίδων — (Ιθάκη 1795; – Δραγατσάνι 1821). Ιερολοχίτης. Εργάστηκε ως ιδιωτικός υπάλληλος στην Οδησσό, όπου μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Έπειτα από συνεννόηση με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, στρατολόγησε νέους για τη συγκρότηση του Ιερού Λόχου, του οποίου και… … Dictionary of Greek
Ιωαννόπουλος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τη Λέσβο. 1. Δημήτριος. Ήταν έμπορος στην Οδησσό, όπου και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Δραστηριοποιήθηκε έντονα για την προπαρασκευή του Αγώνα, ενώ ενίσχυσε οικονομικά πάνω από πενήντα οικογένειες… … Dictionary of Greek
Λεβίδης — Επώνυμο αριστοκρατικής οικογένειας εθνικών αγωνιστών, λογίων, πολιτικών και καλλιτεχνών από τα Ταταύλα της Κωσταντινούπολης. 1. Δημήτριος (Ταταύλα 1768 – 1821). Φιλικός και εθνομάρτυρας. Εκτελέστηκε από τους Τούρκους με απαγχονισμό, λίγο πριν από … Dictionary of Greek
Τζιτζιλόμος, Νικόλαος — (; – Kαλαμάτα 1880). Αγωνιστής από τη Ζατούνα. Όταν άρχισε η Επανάσταση βρισκόνταν στην Οδησσό και πολέμησε με τον Υψηλάντη ως ιερολοχίτης. Συνέχισε τον Αγώνα στην Πελοπόννησο στα σώματα των Πλαπούτα και Σταϊκόπουλου … Dictionary of Greek